Τίποτα το ιδιαίτερο
Μια καθημερινή γύρω στις 1 το μεσημέρι, ο Νώντας και ο Φώντας κατηφορίζουν προς το κέντρο συζητώντας πολιτικά. Αίφνης, γωνία Ασκληπιού και Σκουφά, μια γυναικεία φυγούρα τους αποσπά την προσοχή και κοντοστέκονται.
ΦΩΝΤΑΣ: "Ρε συ! Αυτή δεν είναι η φίλη σου η Κούλα;"
ΝΩΝΤΑΣ: "Κάνεις λάθος."
Ντινγκ-ντονγκ!
ΦΩΝΤΑΣ: "Μα πως κάνω λάθος, ρε Νώντα; Αφού..."
ΝΩΝΤΑΣ: "Κάνεις λάθος, σου λέω! Κάνεις λάθος, δεν είναι η Κούλα.
ΦΩΝΤΑΣ: "Μα..."
ΝΩΝΤΑΣ: "Ούτε η Τούλα, η Ρούλα, η Σούλα, η Βούλα, η Λούλα, η Φούλα ή η Ζούλα. Ουδέποτε ήταν κάποια και ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά. Ήταν απλά μια όμορφη εικόνα που σφήνωσα στην φαντασία σου. Μια σαγηνευτική εικόνα που έριξα στη ροή της σκέψης σου κάποιο βαρετό χειμωνιάτικο απόγευμα, που δεν είχαμε με τι ν' ασχοληθούμε. Ένα αφηρημένο εύπλαστο σχήμα που ιχνογράφησα αντεστραμμένο στο πίσω μέρος της οπτικής σου μεμβράνης, έτσι ώστε να σου φαίνεται πως αυτό που βλέπεις είναι κάτι χειροπιαστό και όχι απλώς ένα φασματικό είδωλο χωρίς την παραμικρή συναισθηματική αξία, χωρίς σήμερα, χωρίς χθες, χωρίς τίποτα. Τί-πο-τα! Μπήκες;"
ΦΩΝΤΑΣ: "Μαλακίες..."
ΝΩΝΤΑΣ: "Εεεε!;"
ΦΩΝΤΑΣ: "Λέω: μα-λα-κί-ές."
ΝΩΝΤΑΣ: "Γιατί μου τη βγαίνεις έτσι, ρε Φώντα;"
ΦΩΝΤΑΣ: "Γιατί εμένα μου φαίνεται φτυστή εκείνη η καριόλα η Κούλα, που είχες γκόμενα πέντε χρόνια και μας τα 'χες κάνει τούμπανο με την πάρτη της. Και για του λόγου το αληθές, πάω να τη ρωτήσω καμιά σαχλαμάρα, έτσι στο έλαχε, για να περνά η ώρα."
ΝΩΝΤΑΣ: "Δεν έχεις να πας πουθενά, σου απαγορεύω!"
ΦΩΝΤΑΣ: "Τσάο, Νώντα!" κουνάει το χέρι του καθώς απομακρύνεται.
ΝΩΝΤΑΣ: "Μη μου το κάνεις αυτό, ρε Φώντα..."
ΦΩΝΤΑΣ: "Κούλαρε, φιλαράκο. Πάνε πιες καμιά μπύρα και θα τα πούμε αργότερα."
Αγνοώντας τις διακριτικές γκριμάτσες φρίκης και αποδοκιμασίας του Νώντα, άνετος ο Φώντας ανοίγει το βήμα του και διασχίζει γρήγορα τον δρόμο.
ΦΩΝΤΑΣ: "Κούλα, Κούλα!" σπεύδει προς το μέρος της. "Που 'σαι συ, βρε κοριτσάρα μου;"
ΚΟΥΛΑ: "Φώντα! Τι ευχάριστη έκπληξη!"
ΦΩΝΤΑΣ: "Τι γένεσαι, βρε ψυχή, πως τα περνάς; Χαθήκαμε τελείως τελευταία..."
ΚΟΥΛΑ: "Ε, ξέρεις τώρα... Τρεχάματα, υποχρεώσεις και τα τοιαύτα."
ΦΩΝΤΑΣ: "Μια χαρά δείχνεις πάντως! Φτου σου, να μη σε βασκάνω!"
ΚΟΥΛΑ: "Μα κι εσύ δεν πας πίσω! Από ένα βούρλο, που ήσουνα, τώρα δείχνεις πια γκόμενος. Σχεδόν ερωτεύσιμος, θα έλεγα."
ΦΩΝΤΑΣ: "Θενξ, μπέημπι!"
ΚΟΥΛΑ: "Πως έτσι, όμως; Το 'σκασες επιτέλους από κείνο το ορφανοτροφείο;"
ΦΩΝΤΑΣ: "Ου, βέέέβαια, εδώ και χρόνια!"
ΚΟΥΛΑ: "Τι μου λες!"
ΦΩΝΤΑΣ: "Τώρα έπιασα δουλειά σ' ένα σούπερ-μάρκετ πίσω από το Χίλτον."
ΚΟΥΛΑ: "Μπράβο κουράγιο!"
ΦΩΝΤΑΣ: "Ε, όσο να'ναι, τα βολεύουμε..."
ΚΟΥΛΑ: "Κι ο Νώντας τι κάνει;"
ΦΩΝΤΑΣ: "Ποιος Νώντας;"
ΚΟΥΛΑ: "Ο Νώντας, καλέ, ο κολλητός σου. Αυτός που ήσασταν μαζί στην απέναντι γωνία δυο λεπτά πριν."
ΦΩΝΤΑΣ: "Ααα, αυτός;"
ΚΟΥΛΑ: "Ναι, αυτός."
ΦΩΝΤΑΣ: "Τι να σου πω; Δεν τον ξέρω και πολύ καλά αυτόν τον τύπο."
ΚΟΥΛΑ: "Μα πώς; Αφού από πιτσιρικάδες είσαστε αχώριστοι."
ΦΩΝΤΑΣ: "Ε, και; Τι θες να πεις μ' αυτό;"
ΚΟΥΛΑ: "Μπα, τίποτα το ιδιαίτερο. Ξέχνα το..."
Αθήνα, Μάιος 1987