Ο αστροναύτης που μονολογούσε στην Έβγα ενός παράμερου χωριού του Νομού Αργολίδος
- Όταν ήμανε μικρός και ήθελα να μεγαλώσω, τ' όνειρό μου ήτανε να γίνω αστροναύτης. Να φοράω ωραίες αστραφτερές στολές και να κόβω βόλτες στο αχανές διάστημα, έτσι για πλάκα, σα να μη τρέχει τίποτα. Η μάνα μου ήθελε να με κάνει κομπιουτερατζή, δουλειά με ψωμί και σίγουρο μέλλον στον αιώνα τον άπαντα, πλην εγώ, από τόσο δα παιδί, ήμουν κεφάλι αγύριστο! Με τραβολογούσε στα πακμαν και στα βίντεα γκέημς και έριχνε μάτσα τα ταλληροδεκάρικα, μπας και γίνει κανά θαύμα και μου ξυπνήσει το ενδιαφέρον. Αλλά εμένα, που μυαλό... Αστροναύτης γουστάριζα και αστροναύτης θα γινόμουνα, ο κόσμος να χαλάσει. Ακούς εκεί βίντεα και κομπιούτερ! Θέλανε να με κάνουνε γραφιά, μ' άλλα λόγια. Να μάθω τα κόλπα και να σκαρώσω και καμιά κομπινούλα της προκοπής, υπεξαιρέσεις και τα συναφή, να τους αγοράσω κι εκείνο το χτηματάκι στα Σπάτα για τα γεράματα. Έκανα πως μ' ενδιαφέρει για να γλιτώσω από τη μουρμούρα, κι έτσι, σαν τελείωσα το γυμνάσιο με στείλανε στο Μίτσιγγαν. Σε μια σχολή γεμάτη από σπασίκλες που μίλαγαν σα κομπιούτερ, περπάταγαν σα κομπιούτερ, γαμιόσαντε σα κομπιούτερ και θέλανε να μάθουνε να χρησιμοποιούνε τα κομπιούτερ. Όλοι θέλανε να γίνουνε ξεφτέρια και ν' αποσπάσουν την εμπιστοσύνη των αφεντικών τους, ώστε να στήσουν ανενόχλητοι το τέλειο κόλπο. Ένα μπουκέτο τσογλάνια που δεν πρόκειται να τ' αγγίξει ποτέ ο Νόμος... Ο Νόμος, χα! Τ' αρχίδια μου κουνιούνται. Μόνο τους φουκαράδες ξέρει να τσιμπάει και να τους πίνει το αίμα. Μια λάθος κίνηση και την έβαψες, κακομοίρη μου. Ζούγκλα, μιλάμε. Μια τσιμεντένια ζούγκλα έτοιμη να σε τσιμεντώσει κι εσένα. Για να τη βγάλεις εδώ χρειάζονται ταχτικές των Concrete Jungle Corps. Μονάδες κρούσης που ν' αντέχουν στις κακουχίες του ανορθόδοξου πολέμου μέσα στην Πόλη. Η πιο εξοντωτική φάση, γάμησέ τα. Πρέπει να έχεις ατσάλινα νεύρα και χαλύβδινη αντοχή. Να 'χεις ένστικτο ξουράφι και να 'σαι πάντα έτοιμος για το χειρότερο. Με το δάχτυλο στη σκανδάλη και τ' αυτί στην άσφαλτο. Γάμησέ τα, σου λέω, γάμησέ τα. Γι' αυτό κι εγώ ήθελα να γίνω αστροναύτης, να μην έχω καμιά σχέση μ' όλ' αυτά. Στο διάστημα είσαι μόνος σου, εντελώς μόνος. Μόνος ξυπνάς και μόνος κοιμάσαι. Μόνος απέναντι στους κομήτες, μόνος στους αστεροειδείς, μόνος και στους πλανήτες. Έχεις να κάνεις μόνο με όλα και με τίποτα. Κι έχεις μόνιμα απέναντί σου το Θάνατο. Παγωμένο. Σιωπηλό. Στο διάστημα ο θάνατος είναι πολύ παγωμένος. Αλλά δεν σε πειράζει. Βλέπεις, και η ζωή εκεί έξω δεν είναι πιο ζεστή. Τα κατάφερα, που λες, φιλάρα. Εκατόν πενήντα τέσσερα χρόνια έμεινα μακριά απ' τον πλανήτη Γη. Γύρισα το μισό γαλαξία κι άμα γουστάρω ξεκινάω αύριο για τον άλλο μισό. Έγινα αστροναύτης. Και τι κατάλαβα; Όχι, πες μου σε παρακαλώ...
- Τι να σου πω, ρε Μάκη. Να, εδώ... Εγώ... Στο χωράφι ολημερίς, να πούμε... Στο ποτήρι που πίνουμε, δεν ξέρω τι να σου πω...
- Άσε, άσε. Κατάλαβα.
- ...η ζωή, δηλαδή, είναι σαν ένα...
- Ρε άσε, που σου λέω.
- Κατάλαβες;
- Μωρ' εγώ κατάλαβα, και καλά μάλιστα.
- Έ, άντε τότε, εβίβα! Στην υγειά τση κουτσής να γιάνει το κανί της!
- Ναι, εντάξει, εβίβα. Αλλά αυτά που ξέρεις να τ' αφήσεις κατά μέρος μπαγασάκο. Συνεννοηθήκαμε;
(Αθήνα, 1984)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου